Το παιδί ισότιμο μέλος της οικογένειας Κατηγορία δημοσίευσης: Ενσυναίσθηση

Μετά την ανάλυση του κόσμου των ενηλίκων και του κόσμου των παιδιών, η έρευνά μας συνεχίζεται. Είναι άραγε δυνατόν, οι δύο αυτοί κόσμοι να γίνουν ένας; Ή έστω, είναι δυνατόν να εφεύρουμε έναν σύνδεσμο που θα μας περνάει από τον ένα στον άλλο; Είπαμε ότι ο κόσμος των ενηλίκων είναι στατικός και χαρακτηρίζεται από κανόνες, περιγραφές και όρια. Από την άλλη πλευρά, ο κόσμος των παιδιών είναι ρευστός, τα όρια ακόμα ερευνώνται, η φαντασία δεν διακρίνεται από την πραγματικότητα.

H ενσυναίσθηση, θεωρητικά και πρακτικά, είναι ευθύνη των ενηλίκων. Αυτοί πρέπει να κατανοήσουν την ιδιαιτερότητα της παιδικής ψυχής – του μικρού ανθρώπου. Πρέπει να αναλογιστούν και να θυμηθούν, πως και οι ίδιοι κάποτε πέρασαν από αυτό τον υπέροχο παιδικό κόσμο. Ας αναλογιστούν ακόμα, ότι και τώρα σαν ενήλικες, δεν γνωρίζουν τα πάντα, – ότι εξάλλου αυτός που γνωρίζει τα πάντα, δεν είναι καθόλου άνθρωπος. Το πρώτο βήμα λοιπόν, είναι θέληση για μία βαθιά κατανόηση της παιδικής ψυχής, για μία διεύρυνση της συνειδήσεως, η οποία αυτομάτως οδηγεί και σε μία αλλαγή διάθεσης απέναντι στον μικρό άνθρωπο. Και αυτό πρέπει να το καταφέρει κανείς με τις δικές του δυνάμεις και τη δική του έρευνα.

Βασική αρχή της ενσυναίσθησης είναι ότι ένα παιδί αντιμετωπίζεται ως ισότιμο μέλος της οικογένειας ή της ομάδας (πχ. σχολείο) στην οποία ανήκει. Αυτό που τώρα πρέπει να ‘‘θυμηθούν’’ οι γονείς και οι δάσκαλοι είναι ότι το παιχνίδι για τα παιδιά είναι ιερό, γιατί είναι ο τρόπος να ζουν. Πόσες φορές κάποιος ως ενήλικάς δεν αντίκρισε ένα παλιό του παιχνίδι και δεν δάκρυσε. Πόσες φορές δεν επισκέφθηκε έναν τόπο που έπαιζε μικρός και δεν του ήρθε ένα κύμα χαράς και ευγνωμοσύνης για τα υπέροχα παιδικά χρόνια που έζησε. Εκείνη τη στιγμή ο χρόνος καμπυλώνει, το χθες γίνεται σήμερα και εύχεται κανείς να γίνει πάλι παιδί, έστω για λίγο. Όμως δεν μπορεί.

Τα πράγματα δεν φαντάζουν – στους ενήλικες – πια πρωτοείδωτα, όπως φαντάζουν στα παιδιά. Μόνο και μόνο αυτή η αίσθηση της πρώτης επαφής με τα πράγματα, θέτει τον μικρό άνθρωπο δάσκαλο του εαυτού του. Κανείς μα κανείς δεν μπορεί και δεν πρέπει να παρεμβληθεί σε αυτή τη στιγμή της άμεσης φανερώσεως και γνωριμίας του κόσμου με το παιδί. Αυτή η έντονη εμπειρία του καινούριου χαράζει την ψυχή (εξ ου και η λέξη χαρακτήρας) και αποτελεί δεδομένο και φίλτρο για κάθε επόμενη εμπειρία. Για παράδειγμα, κάτι που πόνεσε πλέον θα αποφεύγεται.

Τώρα προκύπτει το εξής ερώτημα: αφού είπαμε ότι το παιδί σε αυτήν τη διαδικασία είναι ο δάσκαλος του εαυτού του, τότε ποιος είναι ο ρόλος του δασκάλου στο σχολείο ή του γονιού στο σπίτι? – Η απάντηση είναι ότι για τον μικρό άνθρωπο πρέπει να εξασφαλίσουν οι μεγαλύτεροι ένα ευνοϊκό περιβάλλον αυτομάθησης. Πρέπει, με βάση την αρχή της ενσυναίσθησης περί ισοτιμίας του νέου μέλους, να του προσφέρουν ό,τι προσφέρουν και στον εαυτό τους (κατ’ αντιστοιχία). Δηλαδή, κοινωνικοποίηση (φίλοι και άλλα παιδιά), άθληση (παιχνίδι με έντονη σωματική δραστηριότητα), δημιουργικότητα (πρωτογενή υλικά όπως ξύλο, πέτρα, χώμα, νερό κτλ), εκφραστικότητα (ζωγραφική, υποκριτική, τραγούδι, χορός), ψυχαγωγία (μουσική, θέατρο, παραμύθια), γνώση (επαφή / γνωριμία με τη φύση και με τον εαυτό τους).

Όλα τα παραπάνω αποτελούν ένα ευνοϊκό περιβάλλον ανάπτυξης τόσο αναγκαίο για ένα παιδί, όσο αναγκαίο είναι και για ένα άνθος το νερό, το καλό χώμα, ο ήλιος. Όμως, το κάθε παιδί είναι διαφορετικό. Έχουμε πει ότι η φαντασία τους είναι η πραγματικότητά τους. Έτσι, είναι λογικό ότι σε κάθε δραστηριότητα από τις παραπάνω, το κάθε παιδί βρίσκει τη δική του αλήθεια σύμφωνα με την ιδιαίτερη φύση του, την τονική του και γενικότερα τις οικειότητες που συναντά.

Αυτή η προσωπική αλήθεια είναι φυσιολογικό να είναι υποκειμενική. Άλλωστε, αν το καλοσκεφτούμε, είναι σύνηθες να έχουν πολλοί ενήλικες διαφορετική εικόνα για ίδια πράγματα και επιπλέον να αλλάζουν συχνά γνώμη. Στα παιδιά συμβαίνει το ίδιο σε μεγαλύτερο βαθμό, αλλά και κάτι ακόμα. Η αλήθεια είναι νωπή / εύπλαστη / αβέβαιη. Η προσωπική τους αλήθεια για κάθε πράγμα, είναι μία λέξη που δεν την ξέρουν και προσπαθούν να ταιριάξουν άλλες λέξεις μεταξύ τους, σαν να χρησιμοποιούν σήματα για να δείξουν κάτι. Έτσι λειτουργούν και στην επικοινωνία τους με τους ενήλικες. Όταν για παράδειγμα, ένας γονιός δείχνει στο παιδί το φεγγάρι, αυτό μπορεί να κοιτάει το δάχτυλο. Παρομοίως και σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί ο ενήλικας να μιλάει και το παιδί να παρακολουθεί τις λέξεις / τα σήματα και όχι τα νοήματα.

Αυτός είναι ο λόγος που υπάρχει έλλειψη επικοινωνίας. Χρειάζεται από την πλευρά του ενήλικα να το διαγνώσκει αυτό και να επιμένει με υπομονή, αλλάζοντας τις λέξεις που χρησιμοποιεί, το χρώμα της φωνής του, την ένταση, τα σημεία στίξης, τις εικόνες και τα παραδείγματα. Για το παιδί είναι ένα παιχνίδι και αυτό. Είπαμε αυτός είναι ο τρόπος να ζει και να μαθαίνει. Ας είναι και για τον γονιό ή τον δάσκαλο. Αυτή η υπομονή, ως διάθεση και στάση, είναι χαρακτηριστικά της ενσυναίσθησης, είναι η ‘‘ανθρωπάδα’’ του ανθρώπου, είναι ο τρόπος να υποδέχεται κανείς εγκάρδια ένα νέο μέλος σε μία ομάδα και εν τέλει αυτό γίνεται παράδειγμα για τα παιδιά που είναι οι μελλοντικοί ενήλικες.