Ενσυναίσθηση Κατηγορία δημοσίευσης: Ενσυναίσθηση

Η ενσυναίσθηση είναι βέβαιο ότι σήμερα – εν έτει 2016 – ως έννοια δεν έχει αποκρυσταλλωθεί στις συνειδήσεις των πολλών ανθρώπων, αφού μία μικρή έρευνα μου κατέδειξε ότι υπάρχει άγνοια ως προς το νόημα ή και την ύπαρξη της σπουδαίας αυτής λέξης. Μέσα από την προσωπική μου αναζήτηση, τη μελέτη, αλλά κυρίως την ενδοσκόπηση και την παρατήρηση συντέθηκε η δική μου προσέγγιση για την ουσία αυτής της λέξης.

Η έννοια της ενσυναίσθησης μπορεί να αφορά οποιαδήποτε ανθρώπινη σχέση, όμως εδώ μας απασχολεί περισσότερο η σχέση γονέα – παιδιού. Θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι τα παιδιά λειτουργούν σ’ ένα άλλο επίπεδο από αυτό των ενηλίκων. Για παράδειγμα, στον κόσμο των ενηλίκων το μεγάλο αφορά μέγεθος. Στον κόσμο των παιδιών το μεγάλο αφορά θάρρος και ικανότητα. Φαντασία και πράξη. Σε αντίθετη περίπτωση, περιορίζονται δυνατότητες και το παιδί αντιλαμβάνεται όρια και μόνον όρια, στην σκέψη, στην πράξη, στα θέλω του. Όμως, όπως ένα λουλούδι χρειάζεται ένα ευνοϊκό περιβάλλον για ν’ ανθήσει, έτσι και μία ψυχή χρειάζεται ενθάρρυνση, χαρά, ασφάλεια, φροντίδα και στήριξη. Αυτή είναι η ενσυναίσθηση, όταν ο γονιός καλείται να γίνει όμοιος με το παιδί. Να πέφτει στα γόνατα για να του μιλάει και να το κοιτάει στα μάτια, όχι όρθιος από ψηλά. Να του λέει συχνά «σ’ ευχαριστώ που ήρθες στη ζωή μου». Να του μιλάει, όπως μιλά σ’ έναν συνομήλικό του. Με σεβασμό. Με σεμνότητα. Με ευθύτητα. Έτσι προχωράει και κάθε μέρα χτίζει αυτή τη σχέση, και το παιδί μεγαλώνει, ψηλώνει και ο γονιός σκύβει ολοένα και λιγότερο. Και θα ψηλώσει το παιδί κι άλλο, μέχρι που θα τον κοιτάει ίσα στα μάτια και θα του λέει με τη σειρά του «σ’ ευχαριστώ» για τους δικούς του λόγους και όταν γίνει πιο ψηλό από το γονιό -τότε – θα σκύβει αυτό.

Ετυμολογικά ερευνώντας, η ενσυναίσθηση έχει το πρόθεμα εν- και κατόπιν το –συν-. Το εν- το βρίσκουμε να δηλώνει μονάδα / όλον / ένταξη, σε λέξεις όπως: ενσωμάτωση, εντύπωση, εντοίχιση κτλ. Επίσης, το βρίσκουμε να δηλώνει τρόπο, σε φράσεις όπως: εν τάξει, εν λευκώ, εν πλώ κτλ. Το – συν – μέσα στη λέξη δηλώνει πρόσθεση, με την έννοια του μετασχηματισμού, όπως στη λέξη συνείδηση όπου η κάθε είδηση μετασχηματίζει τη συν-είδηση διαρκώς. Συνεπώς, μπορούμε να πούμε ότι η ενσυναίσθηση είναι ένας τρόπος ζωής, όπου σε μία σχέση (πχ. γονιός παιδί) αυτός που ενδιαφέρεται δεν διαχωρίζει τη θέση του από το άλλο μέρος. Συμπάσχει και στηρίζει. Δεν κρίνει και δεν κατηγορεί. Δίνει το παράδειγμα και περιμένει την ανταπόκριση – την επιλογή. Για τα παιδιά, αυτός είναι ο τρόπος που μαθαίνουν. Το παιχνίδι και η μίμηση. Όχι η νουθεσία. Πρέπει κανείς να γίνει παιδί, για να διδάξει ένα παιδί. Πρέπει να γίνει παιδί, για να τον νιώσει το παιδί σαν γονιό του. Έτσι και το άλλο μέρος, αποκτά συναίσθηση / κατανόηση περί της σχέσης αυτής και συμμετέχει στο μετασχηματισμό των κοινών εμπειριών σε ανώτερα συναισθήματα.

Φιλοσοφικά ερευνώντας, για να κατανοήσει κάποιος μία έννοια πλήρως, πρέπει να ψάξει και την αντίθετή της. Προφανώς για την ενσυναίσθηση δεν υπάρχει αντίθετη λέξη (σημαίνον) άρα θα την εφεύρουμε. Η ελληνική γλώσσα μας δίνει αυτή την πολυτέλεια και θα την πούμε αποσυναίσθηση. Σαν έννοια (σημαινόμενο) η αποσυναίσθηση υπάρχει. Μπορούμε να τη δούμε γύρω μας να διαγράφεται σε σχέσεις μεταξύ ενηλίκων αλλά και γονέων – παιδιών. Σ’ αυτές τις σχέσεις βλέπουμε το γονιό να διαχωρίζει τη θέση του στην οικογένεια και να παίζει κάποιο ρόλο. Συνήθως κάνει τον εκπαιδευτή ή τον δάσκαλο, σαν να είναι πάνσοφος, σα να γνωρίζει τη μόνη αλήθεια και να προσπαθεί να την επιβάλλει σε έναν νου που δεν τη γνωρίζει, δεν τη χωράει, που έχει άλλο τρόπο να μαθαίνει. Η αποσυναίσθηση αφαιρεί συναίσθηση / κατανόηση από τα μέρη μίας σχέσης. Το αποτέλεσμα είναι μία ‘αποστειρωμένη’ συμβίωση, όπου καθένας κοιτάει τη δουλειά του και περιμένουν οι γονείς να μεγαλώσουν τα παιδιά για να απαγκιστρωθούν από τις υποχρεώσεις που η ανατροφή τους συνεπάγεται και τον άχαρο ρόλο που έχουν αναλάβει.

Η ενσυναίσθηση δεν εφαρμόζεται επιλεκτικά. Είναι δύσκολο κάποιος να ασχολείται ενσυναισθησιακά με τα παιδιά του και αποσυναισθησιακά με τους υπόλοιπους ανθρώπους που σχετίζεται. Αυτό δε σημαίνει ότι ‘ή το έχεις ή δεν το έχεις’. Ασφαλώς χρειάζεται μία έφεση, αλλά ακόμα και αυτός που ‘δεν το έχει’, μπορεί να το δοκιμάζει σε στιγμές και θα δει ότι αυτές οι στιγμές πολλαπλασιάζονται και δημιουργούν μία συνέχεια μία διάρκεια, που θα αντικαταστήσει σιγά σιγά τις παλιές συνήθειες και συμπεριφορές.