Θετική Σκέψη και παιδί Κατηγορία δημοσίευσης: Ενσυναίσθηση
Είναι αποδεδειγμένο στην εποχή μας ότι οι άνθρωποι που έχουν θετική σκέψη για τη ζωή απολαμβάνουν μία καλύτερη υγεία και ποιότητα ζωής από αυτούς που ‘‘ανησυχούν’’ και στρεσάρονται. Αφού τα παιδιά είναι άνθρωποι, είναι λογικό να ισχύει το ίδιο και γι’ αυτά. Συνεπώς, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η ενσυναίσθηση μεταξύ άλλων (πρέπει να) προωθεί και τον υγιή τρόπο σκέψης και θα προσπαθήσουμε να δούμε το πώς.
Το παιδί είναι ένα εύπλαστο ον με μία πολύ μεγάλη δυναμική για ανάπτυξη και δημιουργία. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να το πιέζουμε να υποκύψει στην πραγματικότητά μας και την ‘‘αντικειμενικότητά’’ της. Κύριο στοιχείο αυτής της αντικειμενικότητας είναι ο χρόνος. Πολλές φορές ο χρόνος πιέζει τον ενήλικα και αυτός με τη σειρά του πιέζει το παιδί, το οποίο όμως δεν έχει καμία συναίσθηση του χρόνου, δεν ξέρει το χθες, το αύριο, το πριν, το μετά. Καταλαβαίνει μόνο το τώρα. Αυτό είναι που του φεύγει και το χάνει, όταν φωνάζει ο γονιός ‘‘πάμε να φύγουμε’’.
Εκείνη τη στιγμή το παιδί στρεσάρεται. Δεν μπορεί να διαχειριστεί την απειλή απώλειας του παρόντος (βίωμα και συναίσθημα) έναντι μίας μετάβασης σε μία μελλοντική άγνωστη κατάσταση. Γιατί να θυσιάσει έστω και ένα λεπτό από την ευτυχία του για την οποιαδήποτε προοπτική; Εδώ πρέπει να ενεργοποιηθεί ο ενσυναισθηματικός γονιός και να αναλάβει να διώξει κάθε απειλή για να ηρεμήσει το παιδί. Στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει να εντοπιστεί ποια είναι η απειλή και κατά πόσο είναι πραγματική.
Είναι έμφυτο στον άνθρωπο να προβληματίζεται για τη βελτίωση των συνθηκών της διαβίωσης του. Όμως, δεν είναι έμφυτο να ανησυχεί την ώρα που τρώει, για το αν θα έχει να φάει και την αυριανή. Αυτή η ανησυχία είναι μία διανοητική ασθένεια και είναι διαβρωτική για την ανθρώπινη ύπαρξη. Στην ουσία δεν υπάρχει απειλή. Υπάρχει μόνο μία αρνητική σκέψη που δημιουργεί αρνητικά συναισθήματα, τα οποία εν δυνάμει μπορούν και να σωματοποιηθούν, να δημιουργήσουν δηλαδή κάποια σωματική ασθένεια. Στην περίπτωση του παιδιού που ακούει τον γονιό του να του φωνάζει ‘‘πάμε να φύγουμε’’, η απειλή είναι πολύ πιο πραγματική, οι σκέψεις και τα συναισθήματα πιο έντονα, αφού το άγνωστο μέλλον έρχεται άμεσα να εκτοπίσει το γνωστό και οικείο παρόν. Υπάρχει τραγικότητα και απώλεια. Ο γονιός πρέπει να το έχει υπ’ όψιν του αυτό και να λάβει τα ‘‘κατάλληλα μέτρα’’.
Το παιδί έχουμε πει ότι έχει οξυμένες τις αισθήσεις του και υπερβάλλει τις εμπειρίες του. Ειδικά η ακοή σαν αίσθηση είναι πιο πρακτική από την όραση. Δηλαδή, ένα άκουσμα δηλώνει κάτι επείγον που ζητά αντίδραση, ενώ η όραση αφήνει περιθώρια ουδετερότητας. Γι’ αυτό και η φράση ‘‘δεν ακούς;’’ δηλώνει το έλλειμμα της αντίδρασης(1). Συνεπώς, ο ενσυναισθηματικός γονιός δεν θα πει ποτέ ξαφνικά ‘‘πάμε να φύγουμε’’ ή κάτι παρόμοιο, αλλά θα προετοιμάσει το παιδί κατάλληλα.
Αυτό που δημιουργεί το στρες είναι οι αρνητικές σκέψεις. Στο βαθμό που τους επιτρέπεται να υπάρχουν, αυτές δημιουργούν αρνητικά συναισθήματα (φόβο, θυμό, μίσος) τα οποία τις επανατροφοδοτούν και έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος. Πως όμως μπορεί να διαγραφεί μία αρνητική σκέψη; Μπορεί κάποιος κάθε φορά που συμβαίνει, απλά να την ακυρώνει, λέγοντας στον εαυτό του ότι είναι ψέμα ή ότι είναι μόνο ένα κακό σενάριο του μυαλού του σε μία υπόθεση; Η απάντηση είναι όχι. Τουλάχιστον όχι πάντα. Η λύση είναι να φέρει κάποιος αντίρρηση στην κακή σκέψη ως προς την έκβασή της. Δηλαδή, να χτίσει ένα θετικό σενάριο και να την οδηγήσει σε θετικό αποτέλεσμα. Να χαράξει νέες συνάψεις που η σκέψη θα τις ακολουθεί κάθε φορά που συμβαίνει. Είναι αυτό που λένε οι Αγιορείτες μοναχοί ‘‘αντιρρητικός λογισμός’’.
Πριν κλάψει το παιδί, εμείς ως ενσυναισθηματικοί γονείς πρέπει να του φέρουμε αντίρρηση. Να του τονίσουμε ότι η σκέψη που κάνει είναι λάθος και να του την αντικαταστήσουμε με τη σωστή. Να χαράξουμε στο μυαλό του τις σωστές συνάψεις. Να του τονίσουμε τα θετικά ενδεχόμενα και να του προτείνουμε τις εναλλακτικές λύσεις. Να το ρωτήσουμε τι φοβάται (γιατί κλαίει) και με πειθώ να του αποδείξουμε ότι μπορεί να νιώθει εμπιστοσύνη και όχι φόβο. Να του εμφυσήσουμε το πνεύμα του μαχητή. Ότι δηλαδή, όπου κι αν πηγαίνει υπάρχουν τρόποι να τα περνάει καλά, φτάνει να τους ανακαλύπτει. Φτάνει να ανακαλύπτει τον εαυτό του και να τον υπερβαίνει. Αυτό είναι το μεγαλείο του ανθρώπου. Να νικάει τις δικές του ανασφάλειες, τον δικό του κακό εαυτό.
Με αυτό τον τρόπο οι θετικές σκέψεις θα εγκαθιδρυθούν μία μία στο νέο άνθρωπο και θα γίνουν μία συνέχεια – ένας θετικός τρόπος σκέψης. Αυτό χρειάζεται να μάθει ο άνθρωπος για να αλλάξει την ποιότητα της ύπαρξής του και όχι να νομίζει ότι αλλάζοντας τις εξωτερικές συνθήκες (μία χούφτα ύλης μπροστά στο Άπειρο) θα βελτιώσει το Είναι του. Στην εποχή μας πρέπει να ξεφύγουμε από αυτή τη ματαιότητα και να ανακαλύψουμε ένα καινούριο νόημα ζωής. Το να είσαι γονιός είναι μία μεγάλη ευκαιρία.
(1) Θεοδωρόπουλος Ε. Ιωάννης (2002), Αποσωμάτωση: Παιδαγωγική σπουδή της σωματικότητας, Εκδ. Κορφή, Αθήνα