Ο Κόσμος Των Παιδιών Κατηγορία δημοσίευσης: Ενσυναίσθηση
Στον κόσμο των παιδιών το ‘‘μεγάλο’’ αφορά θάρρος και ικανότητα – φαντασία και πράξη, τα μεγέθη είναι σχετικά και η γλώσσα έχει ένα άλλο νόημα. Εκεί δεν υπάρχουν κανόνες, ούτε περιγράμματα. Οι λιλιπούτειοι κάτοικοί του δεν έχουν προσδοκίες από αυτόν και γι’ αυτό χαίρονται την ρευστότητά του. Άλλωστε, το μόνο που υπάρχει στη φύση τους είναι να ζουν στο εδώ και το τώρα, ελεύθερα από τα ‘‘πρέπει’’ των άλλων. Και η κινητήριος δύναμή τους είναι η περιέργειά και η τάση για ολοένα και περισσότερη ικανότητα.
Παρατηρώντας ένα παιδί όταν αρχίζει να περπατά, το βλέπουμε να πασχίζει να σκαρφαλώσει κάπου ή ν’ ανέβει έστω δυο τρία σκαλοπάτια και όταν το καταφέρνει δεν πανηγυρίζει, παρά μόνο κατεβαίνει και κάνει το ίδιο πάλι και πάλι, γιατί χαίρεται με την ικανότητα που μόλις απέκτησε. Είναι όπως κάποιοι ομιλητές, που ενώ έχουν σκοπό να εκφράσουν με ακρίβεια μία είδηση ή ένα μήνυμα, παρασύρονται από την ομορφιά του λόγου, από αυτή την ίδια την ικανότητά τους. Και τελικά χάνουν το στόχο, δεν καταφέρνουν να εκφράσουν με ακρίβεια αυτό που θέλουν να πουν και τους ενδιαφέρει πλέον μόνο η έκφραση της καθ’ εαυτής επιδεξιότητας. Μ’ αυτήν χαίρονται και σ’ αυτή μένουν. Έτσι είναι και τα παιδιά. Αυτό τους ενδιαφέρει: η ικανότητα για την ικανότητα και μόλις την κατοχυρώσουν, σταματάνε ν’ ασχολούνται. Γυρεύουν να αποκτήσουν μια άλλη – καινούρια.
Μαζί με την ικανότητα βέβαια, έρχεται και η κατανόηση, ως μία διεύρυνση της συνείδησης. Έτσι μεγαλώνει ο άνθρωπος. Τα παιδιά καταλαβαίνοντας περισσότερα θέλουν να καταλαβαίνουν όλο και περισσότερα. Και κάπως έτσι αρχίζουν τα δεκάδες ‘‘γιατί’’ κάθε μέρα. Σε κάθε τους συνομιλία, το λογικό τους μονολογεί. Αγαπάνε να συντηρούν την περιέργειά τους. Αυτό που κατανοούν είναι και αυτό που τους αρέσει. Αγαπάνε να παρατηρούν, να νιώθουν. Οι αισθήσεις τους εκφράζουν με υπερβολή τις εμπειρίες τους. Ξέρουν ότι κάτι που κάνουν μπορεί να μην αρέσει στους γονείς ή ότι μπορεί να κάνουν κάποια ‘‘ζημιά’’, όμως θα την κάνουν γιατί δεν ξέρουν το ακριβές αποτέλεσμα, θα την κάνουν για να δουν αν μπορούν να την κάνουν. Ένα παιδί θ’ αναλάβει το ρίσκο μιας τέτοιας πράξης γιατί έτσι νιώθει ότι χτίζει ικανότητα, έτσι χτίζει εμπιστοσύνη στον εαυτό του, έτσι ερευνά τα κρυφά όρια της φύσης του.
Τα παιδιά είναι γεννημένα να πράττουν. Και κάθε φορά που κάποιος τους λέει ‘‘μη’’, τους κόβει τα φτερά, γιατί το ‘‘μη’’ είναι ενάντια στη φύση τους. Η φύση τους είναι το Ναι και Αμήν. Ο κόσμος τους είναι ο κόσμος της δράσης και του φαίνεσθαι, της ενεργής φαντασίας που περιπλέκεται με την πραγματικότητα. Δεν υπάρχει κάτι που κρύβεται κάπου. Το αδύνατο ανήκει στη σφαίρα του δυνατού. Οτιδήποτε υπάρχει στη φαντασία εμπεριέχεται και στην πραγματικότητα είτε ως δεδομένο είτε ως δυνατότητα. Αν μπορούσε να μιλήσει ένα μικρό παιδί στον πατέρα του, θα του έλεγε ‘‘Πατέρα κάνε για να κάνω’’ ή ‘‘κάνε ό,τι κάνω’’. Παντομίμα. Είναι το αγαπημένο τους παιχνίδι μαζί με το κρυφτό. Όταν παίζοντας, κρύβεται κάποιος από ένα παιδί, αυτό τα χάνει, γιατί δεν μπορεί να τον κατατάξει κάπου στην φαντασία του – κοντά ή μακριά. Δεν ξέρει τι να περιμένει – και με το ‘‘τσα!’’ μπορεί να νιώσει οτιδήποτε από τρομάρα μέχρι ένα κύμα χαράς να το κατακλύζει. Τόσο συναρπαστικό. Τα παιδιά δεν έχουν λογική περιγραφή του κόσμου, τη χτίζουν σιγά σιγά. Οι συλλογισμοί τους είναι δοκιμαστικοί όπως και οι πράξεις τους και γι’ αυτό όχι στέρεοι.
Ο κόσμος των παιδιών είναι ο φανταστικός κόσμος των παραμυθιών με μία δόση πραγματικότητας, που οι ενήλικες, λανθασμένα, πολλές φορές τους την παρέχουν υπερβολικά. Ο μικρός αυτός άνθρωπος δεν μπορεί να ελέγξει την φαντασία του και ούτε έχει την ανάγκη να την ελέγξει, γιατί είναι απαλλαγμένος από την ‘‘αυθαίρετη’’ περιγραφή των ενηλίκων για τον κόσμο. Γι’ αυτό λέει ο Ηράκλειτος ότι είναι του παιδιού η βασιλεία. Η ψυχή του είναι γαληνεμένη. Κοιτάει στα μάτια τους άλλους και περιμένει το πρώτο βήμα να το κάνουν αυτοί. Και μετά θα κάνει κι αυτό το δικό του βήμα και εύχεται να το ενθαρρύνουν – να του πουν ‘‘κάντο’’, ‘‘πήδα’’, ‘‘θάρρος’’! Έτσι το παιδί νιώθει να διευρύνει τα όρια του, νιώθει να κατακτά ικανότητα. Και κάθε φορά που νιώθει να βαριέται, αυτό είναι που σκοτώνει την ίδια την φύση του, που το παραμορφώνει. Η πλήξη είναι ένας μικρός θάνατος. Νιώθει ότι εκτρέπεται της εξελικτικής του πορείας, ότι κατευθείαν χάνει ικανότητα. Νιώθει την απώλεια – όπως ένας αθλητής του στίβου που αν μία μέρα δεν κάνει προπόνηση αμέσως ελαττώνονται οι επιδόσεις του, όπως το ίδιο συμβαίνει και σ’ έναν πιανίστα κορυφαίου επιπέδου.
Το παιδί – όπως και κάθε τι νέο στον κόσμο – έχει εκ φύσεως μία αχαλίνωτη τάση για ανάπτυξη, σωματική και πνευματική. Και μοιραία συγκρούεται με την ανάπτυξη ή τα θέλω των ανθρώπων που το μεγαλώνουν και το περιβάλλουν. Αυτό όμως συνεχίζει, δοκιμάζει για να εξελιχθεί. Έτσι οριοθετεί την ύπαρξή του. Πιστεύει για να δει την αλήθεια ή για να απογοητευθεί και ν’ αρχίσει από την αρχή!